- παγόπληκτος
- η , ο [ος , ον ] пострадавший от сильного мороза; отморозивший (что-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παγόπληκτος — η, ο (για φυτά) αυτός που υπέστη βλάβη από τον πάγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάγος + πλήττω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
εντύφω — ἐντύφω (Α) 1. πνίγω με καπνό, καπνίζω κάτι 2. παθ. καίγομαι χωρίς να φαίνεται φλόγα, κρυφοκαίω 3. (παθ. μτχ. παρακμ.) ἐντεθυμμένος παγόπληκτος … Dictionary of Greek